Σάββατο 20 Απριλίου 2013

2η ανάρτηση ιστοριών 9ου παιχνιδιού "ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ"

Ιστορίες 11-21

11. «Αμάν μπαϊλντί…» #2
 Δύο τινά.  Έχω παραισθήσεις.  Ή κουζίνα στοιχειωμένη. Τα βράδια που στρώνω τραπέζι, βάζω παραπανίσια μαχαιροπήρουνα. Να γλυτώσω το σήκω-κάτσε. Την ώρα που σερβίρω το φαγητό, βλέπω τον Αντωνάκη να κάθεται δίπλα στα παιδιά και να μου απλώνει σα φουρναρόφτυαρο το πιάτο του: «Θα σεβαστούμε τις υπογραφές μας!  Έξοδος απ’ το μνημόνιο θα σήμαινε πολιτική αστάθεια και .... λίγες πατατούλες ακόμα παρακαλώ... εδώ στην άκρη...».  Aνοίγω το ψυγείο και μου κλείνει το μάτι ο Σόιμπλε, πλάι στα παριζάκια και τις μουστάρδες.  Στο ντουλάπι με τα γυαλικά είναι μπαστακωμένη η Ανγκέλα και ρωτάει αν θέλω ποτήρια μπύρας ή νερού. Ο Βαγγέλης κλέβει μονίμως απ’ το πιάτο μου κι ο Φώτης μου κάνει παρατήρηση για το κουνουπίδι. Να προτιμάω μπρόκολο που δεν του φέρνει φούσκωμα. Στην παλιά φωτογραφία πάνω απ’ τη σερβάντα, είναι ο παπούς αγκαλιά με τη γιαγιά και στα πόδια τους αραδιασμένοι ο Αλέξης, ο Νικόλας κι η Αλέκα. Κοντοκουρεμένοι,  με σοσόνια, λιωμένα παπούτσια και σακάκια τύπου Μέρκελ. Τσουρούτικα και σφιχτοκουμπωμένα.

Ελλείψει χρημάτων για ψυχοψάξιμο, έκανα μια πρόχειρη αυτοδιάγνωση. Μετά από αμέτρητες ώρες  έκθεσης  στην τηλεόραση και αφού είχα μαγειρέψει συντροφιά τους εκατοντάδες  φαγητά παρακολουθώντας δελτία ειδήσεων, συζητήσεις και συνεδριάσεις, έπαθα ταύτιση. Μοιράζανε υποσχέσεις  αυτοί στα μικρόφωνα, ψιλόκοβα εγώ κρεμμυδάκια κροσέ στο ξύλο κοπής.  Τσακωνόντουσαν στη Βουλή για το ποιος την έχει μεγαλύτερη (την ευθύνη), δώστου εγώ να βαράω αυγολέμονα και μαρέγκες. Ψηφίζανε φοροεισπρακτικά νομοσχέδια, άρπαζα εγώ το μπαλτά και τεμάχιζα το κοτόπουλο με υποχθόνιους συνειρμούς και βορβορώδη ένστικτα.

Ευτυχώς η διάγνωση ήταν επιτυχής και έγκαιρη. Η μέθοδος αυτοθεραπείας, αλάνθαστη. Προκειμένου να μην καταθέσω την τηλεόραση στον κάδο ανακύκλωσης, περιορίζομαι στην κατάθεση της συνταγής-θεραπείας. Καθαρόαιμο ελληνικό φαγάκι, με υλικά που όλοι έχουμε  σπίτι μας και με απλές οδηγίες,  βήμα-βήμα. Καλή επιτυχία και φτου ξελεφτερία σ’ όσους το τολμήσουν:

Θα χρειαστείτε:

Μπόλικες δόσεις φίλων

2 κιλά καλοπλυμένη συνείδηση

3 σφηνοπότηρα  όραμα

Πολλά ματσάκια σκέψης

Eργατικότητα και φιλότιμο, ψιλοκομμένα σε πλούσιες μερίδες

Φιλέτα ξαρμυρισμένης μνήμης

Ντρέσινγκ αυτοκριτικής με σως ταπεινότητας

Ρεφενέ ανθρωπιά

Προαιρετικά:

Ξύσμα πατριωτισμού

Εκτέλεση:

·       Απομακρύνουμε την τηλεόραση (απ’ το σπίτι /ή και το οικοδομικό τετράγωνο).

·       Ξεπαγώνουμε από βραδύς τη μνήμη και την αφήνουμε να μαλακώσει και να επανέλθει στο φυσιολογικό  της  μέγεθος.

·       Βγάζουμε απ’ την κονσέρβα την ενημέρωσή μας και την αφήνουμε να «ξεκουραστεί» πάνω στον πάγκο της αλήθειας.

·       Βάζουμε στο μούσκιο κοιλιές, προγούλια, γλώσσες και φαλάκρες.

·       Ψιλοκόβουμε σε βρεγμένη σανίδα τους «μαϊντανούς»  της επικράτειας και τους πασπαλίζουμε με στρώσεις χοντρό αλάτι.

·       Βράζουμε  στο ζουμί τους τα κόμματα,  τις τελείες, τις παύλες και τα νούμερα, σε δυνατή φωτιά μέχρι να εξατμιστούν εντελώς και να εξαφανιστούν απ’ την κατσαρόλα.

·       Περνάμε στον τρίφτη ρίζες από παχιά λόγια, τρούφα από λεφτά που υπήρχαν, 700gr. πράσινη ανάπτυξη, ένα κλωνάρι επενδυτικά προγράμματα και φετούλες από πρωτογενές πλεόνασμα.

·       Ανάβουμε στο φουλ τις αντιστάσεις μας.

·       Τα τοποθετούμε όλα σε στρώσεις.  

·       Τα θάβουμε οριστικά κάτω απ’ την αλισίβα της ιστορίας. 

·       Και υποδεχόμαστε την  «Άνοιξη».       

Το πρώτο χελιδόνι ξεκουράζεται πάνω στην κεραία της πολυκατοικίας. Κι είναι ο μόνος λόγος που δεν την έχω ξηλώσει ακόμα απ’ την ταράτσα.


12. Ερωτικό

 Τίποτα δεν έχει αλλάξει, τίποτα ποτέ δεν αλλάζει.   Μονάχα εσύ κι εγώ. Όλα τ’ άλλα μένουν ίδια κι απαράλλαχτα, περιμένουν τη θλιβερή, αναμενόμενη μοίρα τους να εκτελεστεί κατά γράμμα, χωρίς ανατροπές, χωρίς εκπλήξεις. Μα εμείς, είμαστε άλλο. Δυο σταγόνες νερό, κάποτε εξατμιζόμαστε και περιπλανιόμαστε στην ατμόσφαιρα· τα μόρια μας έρμαια στους πέντε ανέμους.

Κι άλλοτε επιστρέφουμε στην πρώτη μας μορφή, σαν τη βροχή καταλήγουμε στο ίδιο ρυάκι και κυλάμε αγκαλιασμένοι μαζί με το ρεύμα, μέχρι ένα χελιδόνι να σκύψει και να ξεδιψάσει μ’ εσένα, ή ένα παιδί να ξεπλύνει το πρόσωπό του απ’ τον ιδρώτα του παιχνιδιού μ’ εμένα.

Ποτέ δε θα μας βρεις στην ίδια φωτογραφία, γιατί κανείς θνητός δε μπορεί ν’ απαθανατίσει το άπειρο.

Κι αν «τ πάντα ε», τότε εσύ κι εγώ είμαστε τα πάντα… Και κανείς δεσμός δεν υπάρχει ανάμεσά μας, παρά μονάχα η αιώνια υπόσχεση να ξανανταμώνουμε, όταν το Τίποτα κοντεύει να μας διαλύσει.


13. Εαρινή συμφωνία

Ένα δάκρυ… κι ύστερα ένα χαμόγελο στο παράθυρο. Σα λάμψη μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Το παιδί την κοίταξε με τα μεγάλα, καστανά του μάτια. Ένα χέρι απλωμένο. Δε ζητιάνευε, ζητούσε. Με μια αξιοπρέπεια ασυμβίβαστη, ζητούσε αυτό που δικαιούνταν. Ένα παιχνίδι, ένα κομμάτι φρέσκο ψωμί, μια υπόσχεση ότι το αύριο θα παρασύρει σαν ορμητικό νερό τα ματωμένα συντρίμμια του σήμερα.

Χαμήλωσε το τζάμι του αυτοκινήτου. Το φανάρι έγινε πράσινο. Οι οδηγοί που περίμεναν πίσω της, άρχισαν να κορνάρουν  ανυπόμονα. Όμως εκείνη  δεν τους άκουγε, ούτε αυτούς, ούτε τα κακεντρεχή  σχόλιά τους για τις γυναίκες στο τιμόνι.

Κοίταξε το παιδί και το βρώμικο, απλωμένο χέρι. Κι ύστερα, αντί να του πετάξει μερικά ψιλά και να πατήσει το γκάζι, άνοιξε διάπλατα την πόρτα και βγήκε έξω. Χωρίς καμιά προειδοποίηση, άνοιξε τα χέρια της και αγκάλιασε το παιδί με όλη της τη δύναμη. Το μικρό κορμάκι ανασηκώθηκε από την άσφαλτο και αφέθηκε στην ξένη αγκαλιά δίχως διαμαρτυρία. Τα κορναρίσματα σταμάτησαν απότομα. Η πλάση βουβάθηκε κι η εθνική οδός, οι ανθισμένοι αγροί, οι αποσβολωμένοι οδηγοί, τα φανάρια, άρχισαν να στροβιλίζονται γύρω από τους δυο τους, λες κι έγιναν σε μια στιγμή το κέντρο του σύμπαντος.

Κι έπειτα, εντελώς ξαφνικά η δίνη διαλύθηκε. Η ατέρμονη οχλαγωγία της φύσης και των ανθρώπων επανήλθε βίαια, πιο αβάσταχτη από ποτέ.

Η γυναίκα, σα να ξύπνησε μόλις από όνειρο, απόθεσε ευλαβικά το αγοράκι στο πεζοδρόμιο, μπήκε πάλι στο αυτοκίνητό της και συνέχισε το δρόμο της, λες και τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είχε συμβεί.

Το παιδί έσκυψε και μάζεψε από το δρόμο ένα τσαλακωμένο χαρτί. Ήταν η ταλαιπωρημένη φωτογραφία ενός αγοριού, περίπου στην ηλικία του, με μάτια μεγάλα και καστανά σαν τα δικά του.

Από πίσω ήταν γραμμένοι οι στίχοι:

«Όσο μακριά κι αν πέταξες,

εγώ δε θα ‘μαι μόνη,

γιατί την Άνοιξη γυρνάς,

όπως το χελιδόνι.


 
14. Όταν τα χελιδόνια έφυγαν...

Ναι. Σε αυτό ακριβώς το σημείο καθόμουν όταν την είδα να φεύγει. 

Πήρε μαζί της μια βαλίτσα ελπίδες και όνειρα για μια καλύτερη ζωή. 

Εκείνη που ποτέ δεν έζησε, εκείνη που ποτέ δε γεύτηκε.
Μαζί της έφυγαν και τα χελιδόνια. Νοσταλγικά, πουλιά του φευγιού. Ίδια με κείνη.
Μα πόσο γρήγορα κυλάει ο χρόνος. Σα νερό.. Έτσι μια μέρα γύρισε ξανά. 

Ναι. Σε κείνο το σημείο, στο ίδιο σημείο ακριβώς. Εκεί τη συνάντησα ξανά.
Κι εγώ, παιδί
 βουβό, έμεινα δίχως λόγια. Δεν ήξερα τι να πω, δεν ήξερα τι να αισθανθώ. 

Γύρισε λοιπόν. Μα σχεδόν αγνώριστη. Ούτε καν με κοίταξε, ούτε καν μου μίλησε. Με ξέχασε, σκέφτηκα. Μόνο η φωτογραφία της έμεινε να μου τη θυμίζει πια. Ήταν μια άλλη. 

Γιατί άλλαξε; Θέλησε να κρύψει την αγνότητά της φαίνεται, πίσω από ένα ψέμα. 

Πόσο λάθος.. Μα γω θέλησα να την πλησιάσω, να της μιλήσω, να τη νιώσω ξανά.
Σαν μια υπόσχεση που έδωσα στον εαυτό μου, σαν μια 
υπόσχεση πως δεν θα την ξεχάσω ποτέ.


15. Το άρωμά της (βασισμένο σε αληθινή ιστορία)

«Αν πάθω κάτι, ο,τιδήποτε , το νου σου στο παιδί!» «Τίποτα δεν θα πάθεις!», σου αντιγύριζα. Αντί απάντησης, μου χαμογέλαγες. Και τώρα; Πώς κρατάνε μια τέτοια υπόσχεση; Πώς σηκώνουν ένα τέτοιο βάρος; Με ποιο δικαίωμα έφυγες και μ’ άφησες μόνο; Μόνο με το «πολύτιμό μας»; Είχες πει για πάντα, θυμάσαι; Είχες πει ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ!... θυμάσαι; Γύρω μου σκόρπιες οι φωτογραφίες μας. Σου άρεσε πολύ να φυλακίζεις έτσι τις στιγμές, πίστευες ότι δάμαζες το χρόνο. Τον τελευταίο καιρό δεν είχες δύναμη ούτε τη μηχανή να κρατήσεις. Δυο μήνες κράτησε όλο κι όλο. Ήταν αρκετό για να σβήσει αυτή η φλόγα από τα μάτια σου. Δυο μήνες κι έλιωσες. Χάθηκες, εξαϋλώθηκες, όπως εξατμίζεται το νερό της βροχής και ξαναγίνεται σύννεφο. Κι εγώ, απλός παρατηρητής σε μια γωνιά, ανήμπορος με κάποιο τρόπο να σε σώσω. Τι παράξενο, να έχεις σώσει τόσες ζωές, αλλά τον άνθρωπο σου να μην μπορείς να τον γλιτώσεις. Παράξενο και τραγικό και άδικο συνάμα. .. Τα χελιδόνια ήρθαν και φέτος, μα δεν θα τα δεις. Χτίζουν τη φωλιά τους όπως πάντα κάτω απ’ τη στέγη αριστερά, στο κούφωμα της πόρτας. Τα ζηλεύω… Έχω ξεμείνει από ανάσα, πνίγομαι. ΠΝΙΓΟΜΑΙ! Και βάλθηκε κι αυτός ακόμα ο καιρός να με περιπαίζει. Ο κήπος μας ολάνθιστος, οι πορτοκαλιές μας μοσχοβολάνε! Κι έχει έναν ήλιο ολόφωτο, μια πανδαισία χρωμάτων κι αρωμάτων, λες κι η φύση ντύθηκε κι αυτή τα καλά της για να σ’ αποχαιρετίσει… Άνθισε και το γιασεμί σου. Αν είναι δυνατόν, έξω να κάνει άνοιξη κι εσύ να λείπεις! Λείπεις… μα ακόμα είσαι παντού… Μέσα μου ηχεί ακόμα το γέλιο σου, κάθε τι που άγγιξες ουρλιάζει την παρουσία σου μέσα σε σιωπή μια εκκωφαντική. Κι όχι, δεν είναι αυτή η συνεχής παρουσία σου που φοβάμαι. Η απουσία σου είναι κι εκείνα τα ύπουλα παιχνίδια του μυαλού. Μην έρθει η μέρα που το γέλιο σου δεν θα αντηχεί στα αυτιά μου, που θα σβήσει η μυρωδιά σου απ’ τα σεντόνια μου, που δεν θα θυμάμαι τον ήχο της φωνής σου, το βλέμμα σου, το άγγιγμά σου. Έτσι δεν συμβαίνει πάντα, όταν οι άνθρωποι πετούν και γίνονται άγγελοι;

Με τα μικροσκοπικά της χέρια σκουπίζει ένα δάκρυ από το μάγουλό μου. Με τα χειλάκια της φιλάει ένα ένα τα μάτια μου. Μου δίνει ένα ανθάκι απ’ το γιασεμί, τη σκέψη μου διαβάζει. «Μην κλαις, μπαμπά. Μας άφησε το άρωμά της.»


 16. Πρώτη φορά πατέρας
Κάτσε να σου το πω αλλιώς, διότι είσαι λίγο μπουμπούνας. Πόσους τίτλους σου έχει φορτώσει η κοινωνία? Ο Μενέλαος σάστισε. Την κοίταξε στα μάτια και με το βλέμμα του της έδωσε να καταλάβει ότι δεν είχε την απάντηση. Μάλλον πιο σωστά δεν καταλάβαινε την ερώτηση.

Άμα σου λέω ότι είσαι μπουμπούνας του είπε η Δήμητρα και η φωνή της κάπως γλύκανε. Ε τέλος πάντων, όσους και αν έχεις σε εννέα μήνες θα αποκτήσεις έναν ακόμα. Έβγαλε από την δεξιά της τσέπη την φωτογραφία από το υπερηχογράφημα και του την έδωσε. Μενέλαε, του είπε με μια προσποιητή επισημότητα, το παιδί σου!

Εκείνος αντέδρασε ως γνήσιος άντρας και για δευτερόλεπτα παρέμεινε ανέκφραστος προδίδοντας την έκπληξή του. Την πήρε στην αγκαλιά του και χαμογέλασε πλατιά προσπαθώτας έτσι να ξορκίσει την αμηχανία μιας στιγμής για την οποία κανείς μέχρι τώρα δεν τον προετοίμασε.

32 Μαίων προσφάτως και ναι, μέχρι τώρα δεν είχε σκεφτεί ποτέ την πιθανότητα να διαιωνίσει την φάτσα του και το dna του. Σκεφτόταν να το κάνει, διότι ήταν ξεχωριστός και σπάνιος και το όφειλε στην ανθρωπότητα, όμως όχι ακόμα. Άλλωστε ποιος άντρας είναι πραγματικά έτοιμος για γονιός πρίν από εκείνη τη στιγμή πού στο μαιευτήριο θα του βάλουν στην αγκαλιά τριάντα εκατοστά ζωής και χωρίς πολλές συστάσεις θα του ξυπνήσουν μια για πάντα έννοιες που ίσως δεν ήξερε καν οτι έχει και μεταφέρει. Υπευθυνότητα, δέσμευση, πρόγραμμα.

Ένα περίπου χρόνο πριν την είχε κοιτάξει στα μάτια και της είχε υποσχεθεί οτι θα είναι για πάντα μαζί. Μία υπόσχεση που εδώ και μερικά δευτερόλεπτα έσφιγγε στο λαιμό του σαν θηλειά. Όχι γιατί δεν την αγαπούσε και δεν ήθελε αυτό το παιδί. Απλά δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Είχε σαστίσει.

Εκείνο το βράδυ έμεινε ξάγρυπνος, έτσι ανάσκελα στα σκοτεινά, όπως έβλεπε μέχρι τώρα στις ταινίες και στο μυαλό του στριφογύριζε μία και μόνο λέξη. Παιδί..

Είχε σχεδόν ξημερώσει όταν ένιωσε έντονη την ανάγκη να πιει λίγο νερό. Με προσοχή σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Ο Ήλιος που ακόμα ήθελε λίγη ώρα ώστε να φωτίσει το τοπίο και να κηρύξει την έναρξη μιας ακόμα ημέρας, είχε δειλά κάνει την εμφάνισή του και έτσι σχεδόν απέναντι από το παράθυρο της κουζίνας, τα χρώματα είχαν αρχίσει να γίνονται πιο θερμά. Ακούμπησε στον πάγκο και η ματιά του διέτρεξε ένα μικρό τόξο από το παράθυρο στα αριστερά του προς τα μέσα και σταμάτησε στην πόρτα του ψυγείου.

Μια ζωγραφιά της ανιψιάς του έστεκε εκεί με ένα μαγνητάκι να την συγκρατεί και με μια αφιέρωση τόσο γλυκειά. Στον καλύτερο θείο του κόσμου! Ένας Ήλιος, ένα βουνό και δύο φιγούρες από κάτω να κρατιούνται χέρι χέρι. Η αφεντιά της, Αικατερίνη η πρώτη και ο θείος. Ο καλύτερος του κόσμου!! Το μαγνητάκι, ένα μικρό πορτοκαλί χελιδόνι, δώρο της γιαγιάς από κάποιο ταξίδι. Τοποθετημένο στην κατάλληλη θέση ακριβώς κάτω από τον Ήλιο, ολοκλήρωνε την εικόνα. Έμεινε για λίγο να το κοιτά  και ναι, η ιδέα είχε αρχίσει να του αρέσει.

Πατέρας λοιπόν, είπε σιγανά την ώρα που επέστρεφε στο δωμάτιο έχοντας τον Ήλιο πίσω του να τον ακολουθεί. Για φαντάσου..


17.Ίαν Κόννελι

Ήταν το τέταρτο και τελευταίο παιδί της οικογένειας Κόννελι. Μεγαλωμένος φτωχικά σε μια γειτονιά του Brixton  που ποτέ δεν φημίστηκε για την ηρεμία και την ασφάλειά της. Μια φτωχογειτονιά γεμάτη βία, ναρκωτικά και όνειρα. Όλοι ήθελαν να ξεφύγουν από εκεί. Να γίνουν κάτι καλύτερο. Ο ‘Ιαν δεν διέφερε. Ήταν όμως τόσα πολλά τα περιστατικά που άρχισε να βαραίνει. Πρώτα ο πατέρας του, βυθίστηκε κάπου στη μέση του ατλαντικού μαζί με περίπου ογδόντα άτομα και περίπου δέκα μήνες αργότερα ο μεγαλύτερος αδελφός του άφησε την τελευταία του πνοή σε μία συμπλοκή συμμοριών. Απέμεινε έτσι χωρίς προειδοποίηση με τις δύο αδελφές και την μητέρα του. Μόνο αρσενικό να πρέπει να παλέψει για την επιβίωση και την σταθερότητα, που τώρα ένιωθε ότι ήταν πιο αναγκαία από ποτέ. Ήταν δεκαέξι και πέρα από ένα ξανθό τσουλούφι και μερικές φακίδες αριστερά και δεξιά από την μύτη, δυστυχώς δεν είχε να επιδείξει και κάτι ιδιαίτερο. Μέτριος μαθητής και μέτριος γκόμενος. Με αυτή όμως την αναπάντεχη αλλαγή σκυτάλης όλα άλλαξαν.
Ήταν οι πρώτες μέρες του Οκτώβρη και το κρύο που η αλλαγή του καιρού έφερε, έκανε την οικογένεια Κόννελι να ασφυκτιά κάτω από την φτώχεια που εδώ και καιρό την είχε πλακώσει. Η Σάρλοτ και η Τζέσικα είχαν σχεδόν κοιμηθεί αγκαλιά στο κρεββάτι κάτω από το παράθυρο, σκεπασμένες με την χοντρή καφέ κουβέρτα που μερικές μέρες πριν τους είχε κάνει δώρο η Κυρία Πόμπλεντ. Ο Ίαν στεκόταν αμίλητος από ώρα, αφήνοντας τους μικρούς αναστεναγμούς της μητέρας του να δίνουν το τέμπο στην δυστυχία τους. Το 1981 δεν είχε ξεκινήσει με καλές προοπτικές και τελικά εξελισσόταν ανάλογα. Μίλησα χθες με τον Κύριο Μπρόμιλ είπε και έσπασε τη σιωπή. Η μητέρα του δεν μίλησε, μόνο τον κοίταξε. Ήξερε ότι μετά από τον θάνατο του πατέρα του ο Ίαν ξαφνικά απέκτησε μια φοβία για την θάλασσα. Ειδικά τον πρώτο καιρό δεν έπινε ούτε νερό. Ψυχολογικό σοκ το είχε ονομάσει ο Κύριος Τζέημς ο φαρμακοποιός και είχε συστήσει υπομονή. Έπρεπε να έρθει το επόμενο σοκ ώστε να το ξεπεράσει. Σιγά σιγά λοιπόν όλη αυτή η φοβία περιορίστηκε και κάτω από το βάρος της ανάγκης, εξαφανίστηκε. Μπαρκάρω σε οκτώ μέρες. Έξι μήνες και θα επιστρέψω. Θα κάνουμε την ίδια πορεία με τα αποδημητικά και μόλις φτιάξει ο καιρός θα επιστρέψω σαν χελιδόνι, ξανά στο μικρό μας σπιτικό. Το σκέφτηκα αρκετά και είναι η καλύτερη λύση. Θα βγουν αρκετά χρήματα για να περάσετε.Θα τα στέλνω κάθε μήνα με το ταχυδρομείο. Εδώ θα καταλήξω σαν τον Jack. Ανάμνηση σε μια φωτογραφία και ένα μνημόσυνο μια φορά το χρόνο.

Εκείνη τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και του χαμογέλασε. Ο μικρός της είχε μεγαλώσει. Θα προτιμούσε να γίνει κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Όμως είχε γίνει…Υποσχέσου μου ότι θα προσέχεις τον εαυτό σου, είπε στιγμές μετά. Υποσχέσου μου ότι δεν θα μας ξεχάσεις. Οκτώ μέρες μετά ο Ίαν έβλεπε το λιμάνι του Southhampton να απομακρύνεται και ένιωθε το σάκο που ακόμα κρεμόταν στον ώμο του βαρύ. Κουβαλούσε την υπόσχεση στην μητέρα του και μαζί μία δική του, να ξεφύγει από αυτήν την φτωχογειτονιά του Brixton…


18.Ο Αυγερινός

Ένα παιδί, μοναχοπαίδι, που το έλεγαν Αυγερινό, πέρναγε τις ώρες του τη νύχτα χαζεύοντας τα αστέρια και το φεγγάρι. Το δωμάτιο του ήταν στο πιο ψηλό σημείο του σπιτιού  και το παράθυρο στη στέγη πάνω από το κρεβάτι του  έμοιαζε με την πύλη στο βασίλειο του ουρανού. Ένα γύρω τους τοίχους  του δωματίου στόλιζαν  φωτογραφίες των πλανητών, του γαλαξία, του ήλιου και της σελήνης. Διάλεγε ο Αυγερινός  πάντα  την πιο βολική θέση στο  κρεβάτι του, τακτοποιούσε το  μαξιλάρι του, σύμφωνα με την εποχή του χρόνου στην ανάλογη γωνία και παρατηρούσε τους κύκλους των ουράνιων φίλων του .Κάποτε, ήταν Άνοιξη θαρρώ, στη στέγη  έφτασε ένας καινούριος επισκέπτης, το χελιδόνι. Δούλεψε μέρες ακατάπαυστα, έφερε πετραδάκια,  λάσπη, άχυρα και έκτισε μια πανέμορφη φωλιά. Το παιδί παρατηρούσε το χελιδόνι να εργάζεται  την ημέρα και εκείνο τον συντρόφευε στο ανοικτό παραθύρι τις νύχτες  στα  νοερά ταξίδια του.  Όταν πέρασε λίγο ο καιρός και έγιναν πολύ καλοί φίλοι, μια νύχτα ο Αυγερινός εκμυστηρεύτηκε στο χελιδόνι πως θέλει να αγγίξει το φεγγάρι  και εκείνο του έδωσε την υπόσχεση πως θα τον βοηθήσει.

Ένα ζεστό δειλινό,  στις αρχές του καλοκαιριού, που όλοι  ησύχαζαν στο σπίτι, ο Αυγερινός φόρεσε τα πεδιλάκια του και γλίστρησε κρυφά έξω από το σπίτι, χωρίς να τον νοιώσει κανείς, ούτε  ο γέρικος σκύλος στην αυλή. Περπάτησε για ώρα με οδηγό το χελιδόνι, μέχρι το ξέφωτο λίγο πιο έξω από τη πόλη. Εκεί υπήρχε μια μικρή πηγή και λίγο πιο πέρα σχηματιζόταν μια λιμνούλα.

Κάθισαν και περίμεναν μέχρι την ώρα που μέσα στη λιμνούλα φάνηκε το φεγγάρι. Κοντοστάθηκε ο Αυγερινός στην αρχή πίστεψε πως ήταν η αντανάκλαση του φεγγαριού στο νερό της λίμνης, καθώς κοίταξε όμως ψηλά το φεγγάρι δεν ήταν στο ουρανό.  Άπλωσε τα χεράκια του προς το ασημένιο  φεγγάρι  και  η καρδιά του γέμισε από μια πρωτόγνωρη  ζεστασιά. Το φεγγάρι  είχε  έλθει να τον συναντήσει, το χελιδόνι, ο φίλος του, κράτησε την υπόσχεσή του.

 Από εκείνη την νύχτα και χρόνια μετά ο Αυγερινός χαιρετούσε τα βράδια το φεγγάρι και εκείνο του χαμογελούσε και συνέχιζε το ταξίδι του, όσο για το χελιδόνι κάθε άνοιξη κούρνιαζε στην αγκαλιά του Αυγερινού και μοιραζόντουσαν  μαζί τα όνειρα.


19. Λίγη άνοιξη

Τα τιτιβίσματα διαπέρασαν τον ύπνο της κι άνοιξε τα μάτια όλο χαρά.

Πετάχτηκε από το κρεβάτι κι έτρεξε στο μπαλκόνι να καλωσορίσει τα όμορφα πουλιά που της έφερναν δώρο την άνοιξη. Επιτέλους τα χελιδόνια ήταν εδώ! Είχαν επιστρέψει στη φωλιά τους που η μαμά θεωρούσε ιερή…«είναι το σπίτι τους έλεγε»..

Τα περίμενε όλο λαχτάρα εδώ και καιρό. Δεν ήθελε άλλο χειμώνα. Δεν ήθελε άλλο κρύο. Δεν ήθελε να πέφτει στο κρεβάτι νωρίς για να ζεσταίνεται.

Βρήκε τη μαμά της στην κουζίνα.

Ήταν μπροστά στο ψυγείο και σα να της φάνηκαν θολά τα μάτια της πριν τα φωτίσει ένα χαμόγελο. Βιάστηκε να κλείσει την πόρτα, αλλά η μικρή πρόλαβε να δει πως μέσα είχε μόνο νερό.

Το βλέμμα της καρφώθηκε στη μοναδική φωτογραφία που ήταν κολλημένη πάνω του. Ένα μωρό κι ένας άντρας. Εκείνη κι ο μπαμπάς που δεν πρόλαβε να γνωρίσει, μια και βιάστηκε να πάει στον ουρανό.

- Αχ αγάπη μου, πάλι ξέχασα να πάρω γάλα. Θες να φας λίγο ψωμί με λαδάκι από πάνω; Θα σου βάλω και ζάχαρη, της έταξε η μαμά.

Η μικρή την κοίταξε και σήκωσε τους ώμους. Ήξερε πως δεν ξέχασε να πάρει γάλα. Ποτέ δεν ξεχνούσε. Κάτι άλλο γίνονταν. Πρόσεξε επίσης πως εκείνη της έβαλε στο πιάτο όλο το ψωμί χωρίς να κρατήσει για τον εαυτό της.

-Δεν πεινάω, δικαιολογήθηκε.

Την κοίταξε παραξενεμένη μια και η μαμά ούτε το βράδυ πεινούσε. Είδε το κουρασμένο της βλέμμα και σφίχτηκε η καρδούλα της.

Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά και δεν μπορούσε να καταλάβει τι. Το έβλεπε όμως γύρω της. Το ένιωθε κάθε φορά που το στομαχάκι της πονούσε από την πείνα.

Κάθε φορά που η μαμά «ξεχνούσε» να πάει για ψώνια. Εδώ και μέρες ήθελε καινούριο τετράδιο για το σχολείο και η μαμά όλο της έλεγε αύριο και αύριο.

Είχε εξαντλήσει πια τις δικαιολογίες στη δασκάλα που την κοίταζε βλοσυρή και τα άλλα παιδιά είχαν αρχίσει να γελάνε κάθε φορά που μουρμούριζε με τη σειρά της «αύριο».

Δε ζήτησε λεφτά για το σχολείο κι εκείνη για άλλη μια φορά «ξέχασε» να της δώσει.

Το μεσημέρι βγαίνοντας από το σχολείο τη βρήκε να την περιμένει με μια βαλίτσα.

-Θα φύγουμε, της είπε. Τίποτα άλλο. Δεν της είπε που πήγαιναν. Δεν της είπε πως ο ιδιοκτήτης τους πέταξε έξω επειδή χρωστούσαν νοίκια.

Την πήρε από το χέρι και άρχισαν να περπατάνε. Σε λίγο η τσάντα έγινε ασήκωτη στους ώμους της μικρής και τότε μόνο ρώτησε που πάνε.

Η μητέρα της την κοίταξε για ώρα και όταν μίλησε τα λόγια της έμοιαζαν με υπόσχεση.

-Κάπου όμορφα, της απάντησε. Δεν ξέρω πότε θα φτάσουμε εκεί, αλλά θα φτάσουμε μια μέρα.

Το βράδυ τις βρήκε στο δρόμο.

Πάλι καλά που τα χελιδόνια είχαν φέρει λίγη άνοιξη.


20. Το δάσος των χελιδονιών!
Δυο μεγάλα μελί μάτια καθρεφτίζονται στο νερό.
Διαμάντια τα δάκρυα, μονοπάτια της ψυχής της στην πηγή...

Έχει πάψει από καιρό να βλέπει το πρόσωπό της. Τίποτα που να θυμάται  δεν έχει νόημα.

Περπατάει και νανουρίζει τα δέντρα, με το ξεχασμένο νανούρισμα... μουρμουρητό που κανείς δεν ακούει, παρά τα πουλιά που  στεφανώνουν το πέρασμα της.

Εκείνη νεράιδα... όχι, μάγισσα του εαυτού της... μαλλιά μπερδεμένα, ρούχα ξεσκισμένα, πόδια ματωμένα...

Δε δίνει σημασία... κι ας ακούει στο χωριό να σιγομουρμουρίζουν...

  "Πάει το κορίτσι... ο πόνος  το πήρε...."

  "Ποιος πόνος; "αναλογίζεται… "για ποιον πονώ;"

Μα σαν ξαπλώνει το βράδυ, έρχεται στα όνειρα ο πόνος, ξεσκίζει τα σωθικά, πύρινη λάβα, φωτιά που καίει ψυχές στο διάβα της... οι κραυγές της.... 

Το ρολόι της ζωής χτυπά ανελέητα... το ίδιο μονότονα κάθε μέρα... μονάχα τις μέρες που την πάει η μάνα της στην πηγή αλλάζουν... γίνονται λαμπερές...

Ο ήλιος χρυσίζει στα ξανθά μαλλιά που η μάνα πλένει στη πηγή... και νιώθει ζέστη, θαλπωρή στην αγκαλιά της!

    Η ταλαίπωρη γριά την πλένει, την χτενίζει και περιποιείται τις πληγές της. Βαμβάκι τα χέρια της, ιώδιο η καρδιά της... τη σιγονανουρίζει μέχρι τα μαλλιά να γίνουν μπούκλες στον ήλιο... σαν εκείνη τη φωτογραφία που ευλαβικά είναι χωμένη στον κόρφο της... όταν  ήταν ακόμη νεράιδα...

"Μάνα, πότε θα γυρίσουν τα χελιδόνια;" 

"Σε λίγο ξωθιά μου…"

"Μάνα, το χελιδόνι μου θα είναι μαζί τους;"

 "Ξωθιά μου, τα χελιδόνια έρχονται και φεύγουν... πετούμενα τ' ουρανού... ο Θεός ξέρει πότε θα ‘ρθει το δικό σου..."

"Μα μάνα, είναι καιρός τώρα που περιμένω... όλο το δάσος περιμένει... η πηγή περιμένει... μόνο οι άνθρωποι δεν περιμένουν! Οι άνθρωποι είναι θηρία μάνα! Να μας φάνε! Οι άμοιροι! Είσαι και συ άνθρωπος μάνα; Η ελπίδα έσβησε μέσα σου; Χάθηκε το χελιδόνι μου στο δρόμο της προηγούμενης επιστροφής, μα είμαι σίγουρη πως θα  ‘ρθει... γιατί μ' αγαπά... και ξέρει πως δεν θα το προδώσω... ή θα το περιμένω ή..."

   "Σους! Μην ακούω από το στόμα σου λόγια αμαρτωλά...."

"Αμαρτία είναι μάνα να μην τηρείς τις υποσχέσεις που ο Θεός έβαλε στην καρδιά σου...."

   "Κόρη μου τι λες; Ο Θεός αποφασίζει... ποιον στέλνει, ποιον κρατά… πότε, που, γιατί… εκείνος αποφασίζει...."

"Εμείς μάνα χαρά πότε θα δούμε; Αν δεν τ’ αποφασίσει; Αν οι μοίρες δεν ύφαναν χαράς σημάδια στο δρόμο της ζωής μας... εμείς μάνα; Η μόνη μου χαρά το χελιδόνι, το μικρό μου...."

    Πέρασαν οι μέρες, τα  χελιδόνια φάνηκαν, μα η χαρά στο πρόσωπο της ξωθιάς έσβησε σαν μέσα τους δεν ήταν το δικό της.... περίμενε μέχρι να τα δει όλα στις φωλιές τους, μα τίποτα όσο κι αν περίμενε, όσο κι αν σιγοτραγουδούσε το νανούρισμά του...

    Σαν πείστηκε πως ήρθαν όλα, ανέβηκε στο βουνό.... ακροπάτησε στο ίδιο σημείο που έχασε το χελιδόνι της.... που δεν πρόλαβε να πιάσει καθώς εκείνη μάζευε λουλούδια για το πρωτομαγιάτικο στεφάνι του.... 

Άνοιξε τα χέρια και τραγούδησε:
“Της χελιδόνας το φτερό,
 μ’ αγκάθια καμωμένο

κρύβει πικρό θανατερό

πόνο βαλσαμωμένο....

Μα σαν παιδί μου αρνήθηκες

το χώμα να πατήσεις..."

Έγινε ένα με το χελιδόνι της και το τραγούδι της ακούγεται ακόμη στο δάσος των χελιδονιών...


21. Την άνοιξη αν δεν τη βρείς, τη φτιάχνεις (Ελύτης)

 Είναι σχεδόν 13 του Απρίλη πάλι, να μου θυμίζει πόσα χρόνια έπαψα να θεωρούμε παιδί. Κι αυτός ο καιρός...αυτή η ατέλειωτη υγρασία και συννεφιά έρχεται ν’αποτελειώσει την ψυχολογία μου που μόλις την ξεχωρίζεις από το πάτωμα. Με τα μαλλιά ακόμη νωπά και φριζαρισμένα ανάβω το βραστήρα για το απογευματινό μου τσάι και κοιτώ για άλλη μια φορά τη βροχή και το χαλάζι σήμερα, να διασχίζει την επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα της Αγγλικής άνοιξης. Ξέρεις τί μου λείπει; Ένα χελιδόνι. Βαρέθηκα να βλέπω μόνο γλάρους.

Το μυαλό τρέχει στο παρελθόν, πρόσφατο και μακρυνό, και μπερδεύεται με το μέλλον το απροσδιόριστο και τα ανεκπλήρωτα  όνειρα.

Επιλέγει να μην εστιάσει στο παρόν, λες και αυτές οι στιγμές δεν έχουν άμεση συμμετοχή στη ζωή.

 Αν είσαι απλά παρατηρητής και λειτουργείς με το μυαλό –κατ’άλλους την «λογική»-, αν δεν επιτρέψεις στην καρδιά να γίνει μέτοχος των στιγμών, τότε ίσως γλυτώσεις τον πόνο. Θα είναι όλα άσπρα ή μαύρα, εφικτά ή αδύνατα...θα γλυτώσεις το «ίσως», το «λες;», τις 50 αποχρώσεις του γκρί (αυτό κι αν είναι απώλεια). Και τα άτομα που για κάποιο λόγο βρέθηκαν στη ζωή σου και σχετίστηκαν μαζί σου με διάφορους ρόλους είτε ως φίλοι, είτε ως συνάδελφοι, είτε ως σύντροφοι, με την ψυχρή σου λογική  απλά εμφανίστηκαν τις δεδομένες χρονικές στιγμές για να εξυπηρετήσουν κάποιες ανάγκες σου. Οπότε όταν οι συνθήκες της πραγματικότητάς σου αλλάζουν, είναι πολύ εύκολο να προχωρήσεις μόνος, γιατί ποτέ δεν χρειάστηκες κανέναν, ποτέ δεν έμεινες τόσο ώστε να νιώσεις την αλληλεπίδραση...αυτό θα ήταν αδυναμία!

 Ακόμη να καταλάβω πώς μπορεί κάποιος να μείνει απλός παρατηρητής και εκτελεστής της ζωής χωρίς τη νιώθει με όλες τις αισθήσεις του. Είναι μαγκιά τελικά να θωρακίζεις τα συναισθήματά σου για να μην εκτεθείς και ρισκάρεις στο ενδεχόμενο να πληγωθείς; Να βρίσκεσαι σε μια έκθεση φωτογραφίας και  αντί να παρασύρεσαι από τις εικόνες να προσπαθείς να μαντέψεις με τι κάμερα τραβήχτηκαν;

 Τα μαλλιά στέγνωσαν, το νερό έβρασε...ετοιμάζω ένα Lady Grey.
Το ραδιόφωνο μεταδίδει Tracy Chapman: The promise (η υπόσχεση). Η βροχή συνεχίζεται. Ίσως μου λείπεις λίγο κι εσύ.

Η συνέχεια στην αμέσως παρακάτω ανάρτηση.

3 σχόλια:

  1. Hello!

    This is when I wish that Google translator actually worked properly, as there is a lot to be learnt from your post!

    I will now read Part1.

    CIAO!

    ANNA

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. This is a game with stories and poems we play..although google tranlator is awful I hope you enjoyed it..
      Have a nice week!

      Διαγραφή
  2. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή